συναποπετρούμαι

συναποπετρούμαι
-όομαι, Μ
απολιθώνομαι μαζί με άλλον («τὸν παράκτιον χῶρον τῷ πάγει συναποπετρωθῆναι», Νικηφ. Πατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποπετροῦμαι «μεταβάλλομαι σε πέτρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”